- χολοϋλοσυνένζυμο
- το, Νφρ. «χολοϋλοσυνένζυμο Α»(βιοχ.) ομάδα ακυλοσυνενζύμων Α.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. choloyl- coenzyme < cholo- (χολή) + -yl (βλ. -ύλιο) + coenzyme (βλ. συνένζνμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.